- εξαιρέσιμος
- -η, -ο (Α ἐξαιρέσιμος, -ον) [εξαιρώ]αυτός που εξαιρείται ή που μπορεί να εξαιρεθείνεοελλ.1. αυτός που έχει ουσιαστικούς λόγους για να εξαιρεθεί («ἐξαιρέσιμος νεοσύλλεκτος»)2. φρ. «εξαιρέσιμη ημέρα» — μη εργάσιμη, αργίααρχ.φρ. «ἐξαιρέσιμοι ἡμέραι» — αυτές που εξαιρούνται από το ημερολόγιο για να υπάρχει συμφωνία μεταξύ ηλιακού και σεληνιακού έτους.
Dictionary of Greek. 2013.