εξαιρέσιμος

εξαιρέσιμος
-η, -ο (Α ἐξαιρέσιμος, -ον) [εξαιρώ]
αυτός που εξαιρείται ή που μπορεί να εξαιρεθεί
νεοελλ.
1. αυτός που έχει ουσιαστικούς λόγους για να εξαιρεθεί («ἐξαιρέσιμος νεοσύλλεκτος»)
2. φρ. «εξαιρέσιμη ημέρα» — μη εργάσιμη, αργία
αρχ.
φρ. «ἐξαιρέσιμοι ἡμέραι» — αυτές που εξαιρούνται από το ημερολόγιο για να υπάρχει συμφωνία μεταξύ ηλιακού και σεληνιακού έτους.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • ἐξαιρέσιμος — that can be taken out masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εξαιρέσιμος — η, ο 1. που μπορεί να εξαιρεθεί. 2. που έχει λόγους απαλλαγής, εξαιρετέος: Εξαιρέσιμος νεοσύλλεκτος. 3. Φρ., «εξαιρέσιμη ημέρα», η μη εργάσιμη ημέρα, ημέρα αργίας …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ἐξαιρέσιμον — ἐξαιρέσιμος that can be taken out masc/fem acc sg ἐξαιρέσιμος that can be taken out neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐξαιρεσίμους — ἐξαιρέσιμος that can be taken out masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐξαιρεσίμων — ἐξαιρέσιμος that can be taken out masc/fem/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εξαιρετέος — α, ο 1. που πρέπει να εξαιρεθεί, που δε δικαιούται να περιληφθεί κάπου, ο εξαιρέσιμος. 2. φρ., «εξαιρετέα ημέρα», ημέρα αργίας …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”